κεραμιδοπλάστης

κεραμιδοπλάστης
κεραμιδοπλάστης, ὁ (Α)
ο κατασκευαστής κεραμιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδι + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο-πλάστης, ζαχαρο-πλάστης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”